- διοσκόρειον
- Διοσκόρειονtemple of the Dioscurineut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διοσκόρειον — και διοσκούρειον, το (Α) [διόσκουροι] 1. ναός τών Διοσκούρων 2. στον πληθ. Διοσκόρεια και Διοσκούρεια γιορτή τών Διοσκούρων … Dictionary of Greek
διοσκορείου — Διοσκόρειον temple of the Dioscuri neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)